φερεκλεές, renowned, prob. in Euph.79.
-ές, Αένδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐκλεής, μεγαλοκλεής].