φθερσίβροτος
English (LSJ)
φθερσίβροτον, = φθισίμβροτος (q.v.), Epigr. in Paus. 3.8.9.
German (Pape)
[Seite 1271] oder richtiger φθερσίμβροτος, Menschen verderbend, tödtend, Epigr. bei Paus. 3, 8,5. S. φθισίμβροτος.
Greek (Liddell-Scott)
φθερσίβροτος: -ον, = φθισίμβροτος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Παυσ. 3. 8, 9, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 22.
Greek Monolingual
-ον, Α
φθισίμβροτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσίβροτος)].