το / φθινόπωρον, ΝΜΑμία από τις τέσσερεις εποχές του έτους, που διαδέχεται το καλοκαίρι και προηγείται του χειμώνανεοελλ.μτφ. η ηλικία που προσεγγίζει τα γηρατειά («το φθινόπωρο του βίου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- τοῦ ρ. φθίνω + ὀπώρα.