φθογγόσημο

Greek Monolingual

το, Ν
μουσ. καθένα από τα σύμβολα με τα οποία επιδιώκεται να αποτυπωθούν με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο οι ιδιότητες τών μουσικών φθόγγων, λ.χ. το ακριβές τονικό ύψος τους, η διάρκειά τους, η ένταση και η έκφρασή τους, στα πλαίσια μιας προγραμματισμένης μουσικής σύνθεσης ή ενός τυχαίου ηχητικού φαινομένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + σήμα. Η λ., στον πληθ. φθογγόσημα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ηλ. Ωρολογά Δασσαρήτη].