φιλέκδικος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + έκδικος «εκδικητικός, τιμωρός». Το επίθ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].
-η, -ο, Ν
εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + έκδικος «εκδικητικός, τιμωρός». Το επίθ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].