έκδικος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-ο (AM ἔκδικος, -ον)
1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός
2. υπερασπιστής
3. αξιωματούχος της εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων
αρχ.
1. παράνομος, άδικος
2. νόμιμος αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.