φιλέλαιος

German (Pape)

[Seite 1275] den Oelbaum liebend, zw., stand früher Anth. VII, 199.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τις ελιές, που του αρέσουν πολύ οι ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλιέλαιος].