φιλέταιρις

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, bes. fem. zu φιλέταιρος, so heißt Schol. Nic. Th. 632 ein klebriges Kraut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρις: -ιδος, ἡ, ἴδε φιλεταίριον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. φιλεταίριον
2. το φυτό ράμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φιλεταίριος () που εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικίς)].