φιλανδρία

English (LSJ)

ἡ,
A love for a husband, Ph.2.36, Luc.Halc.2, IG5(1).1249 (Cyparissia), 14.1976, Lib.Or.29.14: pl., examples of wifely affection, App.BC4.36.
II wifely jealousy, E. Andr.229.
2 in later Gr. in bad sense, love of the male sex, Hermog. Id.2.5.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 amour d'une femme pour les hommes;
2 amour d'une femme pour son époux.
Étymologie: φίλανδρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλανδρία:
1 любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.);
2 любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανδρία: ἡ, ἡ πρὸς ἄνδρα ἀγάπη, Εὐριπ. Ἀνδρ. 228. 2) ἡ πρὸς τὸν ἄνδρα, δηλ. τὸν σύζυγον ἀγάπη, Λουκ. Ἁλκ. 2. Ἀνθ. Π. παράρτημ. 313, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκ.) 497a, πρβλ. 642. 16.

Greek Monolingual

ἡ, Α φίλανδρος
1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.)
2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα
3. συζυγική ζήλεια.

Greek Monotonic

φῐλανδρία: ἡ,
1. αγάπη για το ανδρικό φύλο, σε Ευρ.
2. αγάπη για το σύζυγο, σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

φῐλανδρία, ἡ,
1. love for the male sex, Eur.
2. love for a husband, Luc., Anth. [from φίλανδρος

English (Woodhouse)

fondness for one's husband, love for one's husband, love of men