ζήλεια

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά)
1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα του άλλου και να τον φθονεί γι' αυτά
2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την τήρηση της συζυγικής ή ερωτικής πίστης («τον έφαγε η ζήλεια»)
νεοελλ.
1. το εξαιρετικό ενδιαφέρον, ο ζήλος
2. επιθυμία
3. διαμάχη, ανταγωνισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζηλεύω, υποχωρητικός σχηματισμός. Λόγω της παραγωγής του ουσ. ζήλεια από το ρ. ζηλεύω η λ. ορθογραφείται ως ζήλεια (όχι ζήλια)].