φιλελεήμων
English (LSJ)
φιλελεήμον, gen. ονος, compassionate, LXX To.14.9; also contr. φιλελήμων IG22.4514.20.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλελεήμων: -ον, γεν. ονος, = ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐλεῇ, Ἑβδ. (Τωβ. ΙΔ΄, 9).
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. φιλελήμων Α
φιλεύσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐλεήμων.
German (Pape)
ονος, = φιλέλεος, Sp.