φιλέλεος

From LSJ

Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen

Menander, Monostichoi, 159

German (Pape)

[Seite 1275] Mitleid liebend, gern mitleidig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέλεος: -ον, ὡς τὸ φιλελεήμων, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐλεῇ, ἐλεήμων, «ὁ τῶν ὅλων δεσπότης φιλάνθρωπός τε καὶ φιλέλεος καὶ οἰκτίρμων» Κύριλλ. Ἀλεξ. ἐν Ἰωὴλ. 2, σ. 219.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλελεήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔλεος.