φιλεραστής
English (LSJ)
φιλεραστοῦ, ὁ, fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp. 192b, Arist.Rh.1371b24.
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
enclin à l'amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.
Greek Monolingual
ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.
Greek Monotonic
φῐλεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεραστής: οῦ ὁ влюбчивый человек Plat., Arst.
Middle Liddell
φῐλ-εραστής, οῦ, ὁ,
fond of a lover, or fond of having lovers, Plat., Arist.