φιληκοΐα
English (LSJ)
ἡ, fondness for listening to, τῶν λόγων Isoc.1.18: abs., Plu.2.40a, 44a, Jul.Mis.358d, prob. in Satyr.Vit.Eur.Fr.2i16.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe zum Anhören, Aufmerksamkeit, Isocr. 1, 18 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaisir d'écouter, attention à, gén..
Étymologie: φιλήκοος.
Russian (Dvoretsky)
φιληκοΐα: ἡ внимательное слушание (τῶν λόγων Isocr.; τῇ φιληκοΐᾳ ἀκροᾶσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐληκοΐα: ἡ, ἀγάπη τοῦ ἀκούειν ἢ ἀκροᾶσθαι, κατανάλισκε τὴν ἐν τῷ βίῳ σχολὴν εἰς τὴν τῶν λόγων φιληκοΐαν Ἰσοκράτ. 5D· ἀπολ. Πλούτ. 2. 40Α, 44Α, κλπ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
φῐληκοΐα: ἡ, επιθυμία να ακούω με προσοχή, με γεν., σε Ισοκρ.