φιλήκοος

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήκοος Medium diacritics: φιλήκοος Low diacritics: φιλήκοος Capitals: ΦΙΛΗΚΟΟΣ
Transliteration A: philḗkoos Transliteration B: philēkoos Transliteration C: filikoos Beta Code: filh/koos

English (LSJ)

φιλήκοον, (ἀκοή) fond of hearing, fond of listening, eager to hear (conversation, discourses, etc.), φιλήκοος καὶ ζητητικός Pl.R. 535d; φιλόμουσος καὶ φιλήκοος ib.548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φιλήκοοι ib.475d; ἀνὴρ φιλήκοος καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10:—τὸ φιλήκοον = φιληκοΐα (desire to listen), Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv. φιληκόως = with a desire to hear, ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1277] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui écoute avec plaisir ou attentivement, avide d'écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT c. φιληκοΐα;
2 disposé à écouter.
Étymologie: φίλος, ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

φιλήκοος: любящий слушать, внимательно слушающий Plat., Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήκοος: ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· φιλόμουσος καὶ φ. αὐτόθι 548Ε· φιλοθεάμων καὶ φ. αὐτόθι 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ ἁπλῶς ὅπως κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ φιληκοΐα, ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήκοος, -ον, ΝΜ
αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήκοον
η φιληκοΐα.
επίρρ...
φιληκόως Α
με φιληκοΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήκοος (< ακοή), πρβλ. βαρυ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.

English (Woodhouse)

eager to hear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)