φιλοπροσηγορία
English (LSJ)
ἡ, easiness of address, affability, Isoc.1.20, D.H. Rh.5.1.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: φιλοπροσήγορος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπροσηγορία: ἡ общительность, приветливость, т. е. доступность Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπροσηγορία: ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλοπροσήγορος
η ιδιότητα του φιλοπροσηγόρου, ευπροσηγορία.
Greek Monotonic
φῐλοπροσηγορία: ἡ, ευκολία στην προσφώνηση, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
φῐλοπροσηγορία, ἡ,
easiness of address, Isocr. [from φῐλοπροσήγορος]