φιλορώμαιος

English (LSJ)

α, ον, a friend to the Romans, SIG804.12 (Cos, i A. D.), IPE2.34.8 (Panticapaeum, iii A. D.), Str.14.2.5, Plu.Crass. 21, etc. The accent φιλορωμαῖος, found in EM396.45, etc., is condemned by Hdn.Gr.1.133 (φιλορρώμαιος occurs as v.l. in codd.).

German (Pape)

[Seite 1284] die Römer liebend, Römerfreund, Plut. Crass. 21, öfter.

Russian (Dvoretsky)

φιλορώμαιος:друг или приверженец римлян Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλορώμαιος: -α, -ον, ὁ φιλῶν τοὺς Ρωμαίους, φίλος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2108b c, 2122 κἑξ., Στράβ. 652, Πλούτ., κλπ. Ὁ τονισμὸς φῐλορωμαῖος, ἀπαντῶν ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 396, 45, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ἐν σ. 43, 9., 86 13· ἡ κατὰ τὴν γραμματ. ἀναλογίαν γραφὴ φιλορρώμαιος δὲν ἀπαντᾷ τοσοῦτον συχνάκις ὅσον ἡ διὰ τοῦ ἁπλοῦ ρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 328.

Greek Monolingual

-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῖος, -αία, -ον, Α
αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ῥωμαῖος].