φιλοτεκνία

English (LSJ)

ἡ, love of one's children, LXX 4 Ma.14.13, Vit.Philonid.p.4 C., Plu.2.14b, Poll. 3.14, Hdn.6.5.8.

German (Pape)

[Seite 1286] ἡ, Liebe zu den Kindern; Plut. ed. lib. 20; Hdn. 6, 5,18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour pour ses enfants.
Étymologie: φιλότεκνος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτεκνία:любовь к детям, чадолюбие Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτεκνία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ τέκνα ἀγάπη, Πλούτ. 2. 14Β, Πολυδ. Γ΄, 14, κτλ.· ― τὸ ῥῆμα φιλοτεκνέω παρὰ Φιλοστρ. 66.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜΑ φιλότεκνος
η αγάπη για τα παιδιά
νεοελλ.
η επιθυμία απόκτησης παιδιού.