φιλοτησία
German (Pape)
[Seite 1287] ἡ, s. Folgds.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ευχετική πρόποση σε φίλο συμπότη
2. συνεκδ. ποτό που προσφέρεται για την πρόποση αυτή
3. φρ. «κύλιξ φιλοτησία» — κύλικας για πρόποση (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. φιλοτήσιος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτησία: ἡ (sc. πόσις) здравица, заздравный тост: λαβεῖν τὴν φιλοτησίαν Arph. принять (предложенный) заздравный кубок; φιλοτησίαν (φιλοτησίας) προπίνειν Dem., Luc. пить за здравие; φιλοτησίαν παρέχειν Luc. предложить заздравный тост.