φιλόγαμος
English (LSJ)
φιλόγαμον, longing for marriage, μνηστῆρες E.IA392 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1278] heirathslustig, μνηστῆρες Eur. I. A. 392.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami du mariage.
Étymologie: φίλος, γάμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόγαμος: жаждущий бракосочетания (μνηστῆρες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόγᾰμος: -ον, ὁ φιλῶν ἢ σφόδρα ἐπιθυμῶν τὸν γάμον, φιλόγαμοι μνηστῆρες Εὐρ. Ι. Α. 392.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλόγαμος].
Greek Monotonic
φῐλόγᾰμος: -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.