φιλόπευστος

English (LSJ)

φιλόπευστον, = φιλοπευθής, Phot., Suid. (nisi leg. -πευστικός).

German (Pape)

[Seite 1283] = φιλοπευθής, Phot.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοπευθής, ἡδέως μανθάνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πευστός (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. ἄπευστος].