φλάσις

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (φλάω) Ion. for θλάσις, Hp.VC18.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, ion. statt θλάσις, das Drücken, Quetschen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλάσις: [ᾰ], -εως, ἡ, (φλάω) Ἰων. ἀντὶ θλάσις, προσέτι φλάσις καὶ ῥωγμὴ Ἱππ. 911Β, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 453.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α φλῶ
ιων. τ. θλάση.