θλάση Search Google

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ θλάσις) θλω
σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση της συνέχειας του δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική αιμορραγία, μωλώπισμα
2. φρ. «σημείο θλάσεως» — η κορυφή της γωνίας που σχηματίζεται από τη θλάση της ευθείας.