φλάω

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλάω Medium diacritics: φλάω Low diacritics: φλάω Capitals: ΦΛΑΩ
Transliteration A: phláō Transliteration B: phlaō Transliteration C: flao Beta Code: fla/w

English (LSJ)

Ar.Pl.784, impf. 3sg.
A ἔφλα Id.Nu.1376: fut. φλάσω [ᾰ], Dor. φλασσῶ Theoc.5.148 (Ahrens, φλασῶ codd.): aor. ἔφλᾰσα Hp. VC11, poet. φλάσα Pi.N.10.68, Dor. opt. φλάσσαιμι Theoc.5.150 (Ahrens, φλάσαιμι codd.):—Pass., aor. ἐφλάσθην Hp. l. c., etc.; pf. πέφλασμαι ib.5, (συμ-) IG22.1425.351:—= θλάω, crush, οὔ νιν φλάσαν Pi. l. c.; πουλύπουν φλάσασα ἐσθιέτω Hp.Superf.33, cf. VC2 (Pass.); ἔφλα ἐν τῇ θυεία . . ὀπὸν καὶ σχῖνον Ar.Pl.718; φλῶσι τἀντικνήμια ib. 784; ἔφλα με Id.Nu.1376, cf. Theoc. ll. cc.: metaph., πᾶσι κακοῖσιν ἡμᾶς [τὰς γυναῖκας] φλῶσιν . . ἅνδρες Ar.Fr.10(lyr.).
2 Com., bruise with the teeth, eat up, Id.Pl.694, Pax1306, Antiph.190.19, Men.607.
II sens. obsc., = masturbate, Lat. masturbari, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1290] ein nur in der att. Comödie vorkommendes Wort, herunterschlürfen, verschlingen, begierig fressen, Ar. Plut. 694. 718 Pax 1306, nur im praes. u. impf. gebr. Vgl. φλέω. eigtl. ion. statt θλάω, drücken, quetschen, pressen, zerdrücken, zermalmen, Pind. N. 10, 68 φλάσαν νιν; übh. verletzen, verwunden, φλῶσι τἀντικνήμια Ar. Plut. 784; Nubb. 1358; schlagen, dor. fut. φλασῶ, od. nach Mein. φλαξῶ, Theocr. 5, 148, ἔφλασα 150. – [Bei Pind. ist α auch im fut. u. im aor. kurz.]

French (Bailly abrégé)

φλῶ :
f. φλασω, ao. ἔφλασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐφλάσθην;
1 froisser, broyer ; en gén. blesser, endommager ; particul. broyer les aliments avec les dents, manger;
2 masturbari.
Étymologie: ion. et att. c. θλάω.

Russian (Dvoretsky)

φλάω: (fut. φλασσῶ или φλαξῶ)
1 бить, ударять, колотить (τινα Arph., Theocr.);
2 щипать (ἀντικνήμια Arph.);
3 поражать, терзать (πᾶσι κακοῖσίν τινα Arph.);
4 толочь или растирать (ἐν τῇ θυείᾳ, sc. τὸ φάρμακον Arph.);
5 пожирать, съедать (τι Arph., Men.).

Greek (Liddell-Scott)

φλάω: παρατατ. γ΄ ἑνικ. ἔφλα Ἀριστοφ. Νεφ. 1376· ― μέλλ. φλάσω (ἴδε κατωτ.)· ― ἀόρ. ἔφλασα Ἱππ. 265. 47, Πινδ. Ν. 10. 128. ― Παθ. ἀόρ. ἐφλάσθην Ἱππ. 870D, κλπ.· ― πρκμ. πέφλασμαι ὁ αὐτ. 899·, κλπ.· ― [ᾰ ἐν τῷ μέλλοντι καὶ ἀορ.· ἀντὶ δὲ τῶν φλᾱσω, φλᾱσαιμι παρὰ Θεοκρ. 5. 148, 150, διορθωτέον ἢ φλασσῶ, φλάσσαιμι κατὰ τὸν Ahrens, ἢ φλαξῶ, φλάξαιμι κατὰ τὸν Bgk.] Ὡς τὸ θλάω, συντρίβω, κοπανίζω, οὔ μιν φλάσαν Πινδ. Ν. 10. 128· πουλύπουν φλάσασα ἐσθιέτω Ἱππ. 265. 47, πρβλ. 896· ἔφλα ἐν τῇ θυείᾳ... ὀπὸν καὶ σχῖνον Ἀριστοφ. Πλ. 718· φλῶσι τἀντικνήμια αὐτόθι 784· ἔφλα με ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1376, πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ― μεταφ., πᾶσι κακοῖσιν ἡμᾶς [τὰς γυναῖκας] φλῶσιν… ἄνδρες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 116. 2) παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, συντρίβω διὰ τῶν ὀδόντων, καταβροχθίζω λαιμάργως, ὁ αὐτ. ἐν Πλαν. 694, ἐν Εἰρ. 1306, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις», 1, Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 206· πρβλ. σπονδέω ΙΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, «φλᾶν· μαλάσσειν πληγαῖς» Ἡσύχ.

English (Slater)

φλάω crush ἀλλ' οὔ νιν φλᾰσαν οὐδ ἀνέχασσαν (N. 10.68)

Greek Monolingual

φλάω, Α
λειώνω, συνθλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ και κλῶ, μια ομάδα λ. με έντονες μορφολογικές και σημασιολογικές αναλογίες, που συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεπιδράσεων (πρβλ. και τα ομοιοκατάληκτα θ. σε σ-: φλασ-, θλασ-, κλασ-). Το ρ. φλῶ απαντά σπανίως στην αττ. διάλ. και μόνο στον χώρο του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. και τη σημ. του σύνθ. ἀναφλῶ «προκαλώ στύση του πέους με τριβή»), όπου εισήχθη πιθ. ως δάνειο από κάποια άλλη διάλ., ίσως την ιων., ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνά στα κείμενα του Ιπποκράτους].

Greek Monotonic

φλάω: γʹ ενικ. παρατ. ἔφλα, μέλ. φλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔφλᾰσα·
1. όπως το θλάω, συντρίβω, χτυπώ, σε Πίνδ.
2. συντρίβω με τα δόντια, τρώω, καταβροχθίζω, στον ίδ.

Middle Liddell

like θλάω
1. to crush, pound, Pind.
2. to bruise with the teeth, eat up, eat greedily, Pind.

Frisk Etymology German

φλάω: {phláō}
Forms: Aor. φλάσαι, Pass. φλασθῆναι, Fut. φλάσω, Perf. Med. πέφλασμαι,
Grammar: v.
Meaning: zerquetschen, zermalmen (Pi., Hp., Ar., Theok. u.a.).
Composita: auch m. ἀνα-, κατα-, εἰσ- u.a.,
Derivative: Davon φλάσις (εἴσ-) f. Quetschung (Hp.), -σμα (ἀμφί-) n. Quetschung, Quetschwunde (Hp.), ἀναφλασμός m. (Eup.) zu ἀναφλάω masturbari (Ar., Luk.), Rückbildung ngr. ἀνάφλα (Caratzas Glotta 33, 119ff.). Unklar φλασμός· τῦφος, φλασμένος· τετυφωμένος H.
Etymology: Expressives Reimwort zu θλάω (s.d.) und κλάω; vgl. φλίβω neben θλίβω. Zum Anlautwechsel θ- ~ φ- Schwyzer 302f. Dazu mit δ-Erweiterung (vgl. κλάδ-ος) φλαδεῖν, s.d.
Page 2,1022