-έομαι, Α(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «φλεβοτονεῖσθαιτὸ τείνειν τὰς φλέβας λέγοντά τι ἤ πράττοντα».[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τονοῦμαι / -τονῶ (< -τόνος < τόνος < τείνω), πρβλ. οἰκειοτονοῦμαι].