φληνύω
English (LSJ)
babble, Hp. ap. Gal.19.152.
German (Pape)
[Seite 1292] = φλήνω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
φληνύω: φλυαρῶ, «φληνύουσα, φλυαροῦσα» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590.
babble, Hp. ap. Gal.19.152.
[Seite 1292] = φλήνω, Galen.
φληνύω: φλυαρῶ, «φληνύουσα, φλυαροῦσα» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590.