ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
-άω, Αβλ. φληναφώ.φληναφῶ, -έω, ΝΜΑ, και φληναφῶ, -άω, Αφλυαρώ, μωρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλήναφος.