φοίτηση
Greek Monolingual
η / φοίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ φοιτῶ
παρακολούθηση μαθημάτων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
νεοελλ.
(ειδικά) σπουδή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
μσν.
εκκλ. α) η έλευση του Σωτήρος
β) η Δευτέρα Παρουσία
αρχ.
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. φρ. «ἐκ φοιτήσεώς τινος» — από το σχολείο κάποιου (Παυσ.).