φοινικογενής
English (LSJ)
φοινικογενές, Phoenicianborn, E.Fr.472 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1296] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που γεννή.-θηκε στη Φοινίκη ή αυτός που κατάγεται από το γένος τών Φοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος «ο κάτοικος της Φοινίκης» + -γενής (< γένος
< γίγνομαι), πρβλ. Θηβαιγενής].