ἡ, = φοίτησις, Theognost.Can.25, Suid. (-τία).
φοιτεία: ἡ, = φοίτησις, «φοιτεία, πορεία» Σουΐδ., «φοιτεία ἡ μάθησις» Θεογνώστου Κανόνες σ. 25, 22, (ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τόμ. 2).
και κατά το λεξ. Σούδα φοιτία, ἡ, Α φοιτῶφοίτηση.