φοίτηση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η / φοίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ φοιτῶ
παρακολούθηση μαθημάτων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
νεοελλ.
(ειδικά) σπουδή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
μσν.
εκκλ. α) η έλευση του Σωτήρος
β) η Δευτέρα Παρουσία
αρχ.
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. φρ. «ἐκ φοιτήσεώς τινος» — από το σχολείο κάποιου (Παυσ.).