φοίτηση
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
η / φοίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ φοιτῶ
παρακολούθηση μαθημάτων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
νεοελλ.
(ειδικά) σπουδή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
μσν.
εκκλ. α) η έλευση του Σωτήρος
β) η Δευτέρα Παρουσία
αρχ.
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. φρ. «ἐκ φοιτήσεώς τινος» — από το σχολείο κάποιου (Παυσ.).