φορτικότητα

Greek Monolingual

η / φορτικότης, -ητος, ΝΜΑ φορτικός
νεοελλ.
η ιδιότητα του φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τον εξυπηρετήσω»)
μσν.-αρχ.
χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά.