βαρετός
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ βαρετός, -ή, -όν) βαραίνω
1. βαρύς
2. ανιαρός
3. δυσάρεστος
νεοελλ.
1. σοβαρός, σημαντικός
2. ανυπόφορος
3. το θηλ. ως ουσ. η βαρετή
η έγκυος.