φορτοβαστάκτης
English (LSJ)
φορτοβαστάκτου, ὁ, porter, Sch.Pl.R. 600c, Suid. s.v. Πρωταγόρας.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, Lastträger, Schol. Plat. Rep. X, 476.
Greek (Liddell-Scott)
φορτοβαστάκτης: -ου, ὁ, φορτοφόρος, ἀχθοφόρος, Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αχθοφόρος, βαστάζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + βαστακτής (< βαστάζω)].