φορτσάρω

Greek Monolingual

Ν
1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη
2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)].