φόρτσα

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

η, Ν
1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα»)
2. (ως επίρρ.) φόρτσα
(κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»].