φουντούκι

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του καρπού και κυρίως του εδώδιμου σπέρματος της ήμερης φουντουκιάς
2. φρ. «πετάω φουντούκια» — λέω χοντρά ψέματα που αποκαλύπτονται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. findik < ποντικόν (ενν. κάρυον) (< Πόντος). Για την τροπή του -i- σε -ου- πρβλ. κινώ: κουνώ].