φούντα

Greek Monolingual

η, Ν
1. δέσμη από ίνες, ελεύθερες στο ένα άκρο, θύσανοςφέσι με μαύρη φούντα»)
2. κλαδί με άνθη ή με μπουμπούκια ορισμένων φυτών («μια φούντα βασιλικό»)
3. φρ. «δουλειές με φούντες» — εργασίες ή προβλήματα περίπλοκα, με επικίνδυνες συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦνδα «ζώνη»].