φέσι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. (σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες) είδος καλύμματος της κεφαλής, χωρίς γείσο, από μάλλινο ύφασμα κόκκινου συνήθως χρώματος, με ή χωρίς φούντα στο επάνω μέρος του, που παρουσιάζει μεγάλη κατά τόπους ποικιλία σχημάτων
2. σκούφος τών Ελλήνων ευζώνων, φάριο
3. μτφ. ανεξόφλητο χρέος
4. φρ. α) «έγινε φέσι» — μέθυσε πολύ
β) «είναι φέσι» — πρόκειται για κάτι το ψεύτικο ή αποτυχημένο ή ανάξιο λόγου
γ) «έβαλε φέσι» — δανείστηκε χρήματα χωρίς να τά επιστρέψει ή με σκοπό να μην τα επιστρέψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fes < Fez, πόλη του Μαρόκου].