φούρνα

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία του ψαριού φρύνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. και φροῦνος) και μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φουρνός), μεταπλασμένος κατά τα θηλ.].