φραγκόκοτα

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας numididae, που απαντούν κυρίως στην Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο- (βλ. λ. φράγκος) + κότα].