φραγμίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, growing in hedges, θάμνος Dsc.1.91; κάλαμος ib.85.

German (Pape)

[Seite 1302] ὁ, zum Zaune dienlich, gehörig, vom Zaun herkommend, an Zäunen wachsend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φραγμίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς φραγμοῖς φυόμενος, ἄλιμος θάμνος ἐστὶ φραγμίτης Διοσκ. 1. 121.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
βοτ. μικρό κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγμός + κατάλ. -ίτης. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phragmitēs].