φρακάρω

Greek Monolingual

Ν
(αμτβ.)
1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους
2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου»
μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους της σκέψης μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προέλευσης].