-έως, ὁ, = Lat. curialis, D.H.2.23.
[Seite 1303] ὁ, 1) = φράτωρ. – 2) bei D. Hal. 2, 64 der röm. curio.
φρᾱτριεύς: έως, ὁ, = φράτηρ, Διον. Ἁλ. 2. 64.
-έως, ὁ, Αφράτηρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. -εύς].