Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φρεναπάτη
Greek Monolingual
η, Ν ψευδαίσθηση, πλάνη («κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στού νου τη φρεναπάτη», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<φρην, φρενός+απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].