φρενογαστρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και το στομάχι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γαστρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].