φρενοκαρδία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) νεύρωση της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenocardie < φρην, φρενός + καρδία].