φρενοτερπής

English (LSJ)

φρενοτερπές, heart-delighting, Nonn. D. 4.135.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, herzerfreuend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτερπής: -ές, ὁ τὰς φρένας τέρπων, Νόνν. Δ. 4. 135.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
φρενογηθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -τερπής (< τέρπω, -ομαι), πρβλ. θυμοτερπής].