[ῐ], ον, mad, Stud.Ital.2(1922).394 (Phalasarna, iv B. C., amulet).
ὁ, Αμανιακός, τρελός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + -λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό-λυτος. Τα -σσ- του τ. για μετρικούς λόγους].