φρικίαση
Greek Monolingual
η / φρικίασις, -άσεως, ΝΜΑ φρικιῶ
ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα
νεοελλ.
μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας.
η / φρικίασις, -άσεως, ΝΜΑ φρικιῶ
ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα
νεοελλ.
μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας.